μυριάποδα

μυριάποδα
τα зоол, многоножки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μυριάποδα" в других словарях:

  • μυριάποδα — (myriapoda ή myriopoda). Ομοταξία χερσαίων αρθρόποδων, των οποίων το σώμα αποτελείται από πολλά τμήματα ή μεταμερίδια ίσα μεταξύ τους (ομώνυμη μεταμέρεια), καθένα από τα οποία είναι εφοδιασμένο με ένα ή δύο ζεύγη άκρων, έτσι ώστε κάθε άτομο έχει… …   Dictionary of Greek

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή …   Dictionary of Greek

  • παυρόποδα — Τάξη μυριάποδων, που αριθμεί αρκετά μικρά τυφλά ζώα. Τα ζώα αυτά ζουν σε υγρά δάση και σε σάπια ξύλα. Τα ιδιόμορφα αυτά μυριάποδα έχουν 9 ζεύγη πόδια, αλλά όσα βρίσκονται στο πρώτο τμήμα του κορμιού τους, που αποτελείται από 12 τμήματα, είναι… …   Dictionary of Greek

  • σύμφυλος — ον, ΝΜΑ (για ζώο) αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος («αἱ μέλιτται καὶ τὰ σύμφυλα ζῷα ταύταις», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σύμφυλα ζωολ. ομοταξία αρθροπόδων που ανήκουν στο υποφύλο μυριάποδα μσν. αρχ. (για πνευματική ή …   Dictionary of Greek

  • χηλόγναθα — τα, Ν ζωολ. άλλη, παλαιότερη, ονομασία για τα διπλόποδα μυριάποδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek

  • αυτοτομία ή αυτότμηση — Ο ακρωτηριασμός ορισμένου μέλους του σώματος κάποιου ζώου, που οφείλεται είτε σε ανακλαστικές είτε σε βουλητικές διεργασίες του έμβιου όντος. Έχουν επισημανθεί διάφορες περιπτώσεις α., όπως αυτή που αποτελεί αμυντικό μέσο του ζώου, ή τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσιο περιβάλλον — Το μεγαλύτερο σε έκταση και όγκο φυσικό περιβάλλον που υπάρχει στη Γη. Υπερτερεί του χερσαίου περιβάλλοντος όχι μόνο ως προς την έκταση (οι θάλασσες έχουν δυόμισι φορές μεγαλύτερη έκταση από την ξηρά) αλλά και ως προς το πάχος τη βιόσφαιρας,… …   Dictionary of Greek

  • λιθόβιος — (Lithobius). Γένος χερσαίων, χειλοπόδων αρθροπόδων εντόμων, της οικογένειας των λιθοβιιδών. Τα ζώα αυτά έχουν επίμηκες σώμα και διακρίνονται από τον μεγάλο αριθμό των ποδιών τους. Πολλοί επιστήμονες τα κατατάσσουν στην ομοταξία των μυριαπόδων.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»